χρυσῶπις

χρυσῶπις
χρῡσ-ῶπις, ιδος, , pecul. fem. of sq., of Leto, Ar.Th.321 (lyr.); of fish,
A

χρυσώπιδες ἰχθύες ἐλλοί Titanomach.Fr.4

(with masc. Subst.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσώπις — ώπιδος, ἡ, Α βλ. χρυσωπός …   Dictionary of Greek

  • χρυσῶπιν — χρυσῶπις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωπός — ή, ό / χρυσωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, ώπιδος, Α αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή… …   Dictionary of Greek

  • χρυσῶπι — χρῡσῶπι , χρυσώψ gold coloured masc/fem dat sg χρυσῶπις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσώπιδες — χρῡσώπιδες , χρυσώψ gold coloured fem nom/voc pl χρυσῶπις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσώπιδος — χρῡσώπιδος , χρυσώψ gold coloured fem gen sg χρυσῶπις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”